fbpx

14942_1Συ­νέ­ντευ­ξη του Γιάννη Δραγασάκη στην Εποχή και τον Μά­κη Μπα­λα­ού­ρα, 28 Νοεμβρίου 2012

Σε μια πε­ρίο­δο κα­ται­γι­στι­κών ε­ξε­λί­ξεων για το ελ­λη­νι­κό και ευ­ρω­παϊκό πρό­βλη­μα, με την κυ­βέρ­νη­ση α­πού­σα, και πέ­ντε η­μέ­ρες πριν τη συν­διά­σκε­ψη του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, κου­βε­ντιά­σα­με με τον υ­πεύ­θυ­νο του κυ­βερ­νη­τι­κού προ­γράμ­μα­τος του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ για την πο­ρεία του κόμ­μα­τος και τον προ­σα­να­το­λι­σμό του μπρο­στά στις κυ­βερ­νη­τι­κές ευ­θύ­νες.

Η κυ­βέρ­νη­ση συ­μπε­ρι­φέ­ρε­ται σαν τον σπα­σί­κλα μα­θη­τή. Προχ­θές βγή­κε ο Στουρ­νά­ρας και εί­πε ό­τι το χρέ­ος εί­ναι βιώ­σι­μο, ό­ταν γί­νε­ται με­γά­λη σύ­γκρου­ση για­τί δεν εί­ναι βιώ­σι­μο.

Σε ό,τι α­φο­ρά το χρέ­ος, με την υ­φι­στά­με­νη πο­λι­τι­κή δεν α­να­μέ­νε­ται να γί­νει βιώ­σι­μο ού­τε με­τά το 2030. Η τα­κτι­κή της κυ­βέρ­νη­σης εί­ναι ε­πι­κίν­δυ­νη διό­τι στη­ρί­ζε­ται στην ε­ξής λο­γι­κή: ε­μείς ε­κτε­λού­με ό­λες τις ε­ντο­λές των πι­στω­τών, και ει­δι­κό­τε­ρα της Γερ­μα­νίας, ελ­πί­ζο­ντας πως στο τέ­λος θα κά­νουν κά­τι και για ε­μάς. Αυ­τή εί­ναι πά­ρα πο­λύ ε­πι­κίν­δυ­νη τα­κτι­κή διό­τι δεν λει­τουρ­γεί έ­τσι ο κα­πι­τα­λι­στι­κός κό­σμος. Δεν λει­τουρ­γεί με φι­λαν­θρω­πι­κά αι­σθή­μα­τα ή με τη λο­γι­κή της α­νταλ­λα­γής δώ­ρων, ού­τε υ­πάρ­χει ό­ριο στις α­παι­τή­σεις και στη λι­τό­τη­τα. Ακρι­βώς γι’ αυ­τό βλέ­που­με ό­τι α­πό το 2010 έως σή­με­ρα η πο­ρεία που α­κο­λου­θούν εί­ναι μια πο­ρεία κοι­νω­νι­κής ε­ξου­θέ­νω­σης και οι­κο­νο­μι­κής διά­λυ­σης.

Αν συ­νε­χι­στεί αυ­τή η πο­λι­τι­κή θα έ­χου­με δύο δε­κα­ε­τίες με­γά­λης φτώ­χειας.

Ο χρό­νος αυ­τής της κρί­σης πράγ­μα­τι με­τριέ­ται με δε­κα­ε­τίες και ό­χι με χρό­νια. Επο­μέ­νως ο­ποια­δή­πο­τε πρό­βλε­ψη εί­ναι ρι­ψο­κίν­δυ­νη, δε­δο­μέ­νου ό­τι πέ­ρα α­πό τη μείω­ση της κα­τα­νά­λω­σης που δεί­χνει το πα­ρόν, έ­χου­με κα­τάρ­ρευ­ση των ε­πεν­δύ­σεων. Και οι ε­πεν­δύ­σεις δεί­χνουν το μέλ­λον. Και έ­χου­με ε­πί­σης μια χρη­μα­το­πι­στω­τι­κή ε­ρή­μω­ση. Δη­λα­δή με­γά­λο μέ­ρος της ε­θνι­κής, της συλ­λο­γι­κής α­πο­τα­μίευ­σης που υ­πήρ­χε με τη μορ­φή κι­νη­τών α­ξιών έ­χει κα­τα­στρα­φεί ή φυ­γα­δευ­τεί στο ε­ξω­τε­ρι­κό. Άρα η κα­τα­στρο­φή που έ­χει συ­ντε­λε­στεί εί­ναι τε­ρά­στια, ι­σο­δυ­να­μεί με κα­τα­στρο­φή σε και­ρό πο­λέ­μου, και για αυ­τό α­κρι­βώς εί­ναι δύ­σκο­λο α­κό­μα να συ­νει­δη­το­ποιη­θεί το μέ­γε­θός της.

Λέ­με ό­τι θα κα­ταρ­γή­σου­με τα μνη­μό­νια, το ε­ρώ­τη­μα του κό­σμου εί­ναι, ό­μως, την άλ­λη μέ­ρα τι θα γί­νει, ό­ταν ε­μείς πά­ρου­με την κυ­βέρ­νη­ση;

Τα μνη­μό­νια εί­ναι έ­νας βια­σμός της κοι­νω­νίας. Εμείς θα στα­μα­τή­σου­με αυ­τόν το βια­σμό. Αυ­τό το νό­η­μα έ­χει η α­κύ­ρω­ση των μνη­μο­νίων. Όμως τα α­πο­τε­λέ­σμα­τα του βια­σμού και το στίγ­μα του πα­ρα­μέ­νουν. Δεν ση­μαί­νει δη­λα­δή ό­τι υ­πάρ­χει έ­νας αυ­το­μα­τι­σμός ή ό­τι η α­κύ­ρω­ση των μνη­μο­νίων α­κυ­ρώ­νει αυ­τό­μα­τα και τα α­πο­τε­λέ­σμα­τα και τις κα­τα­στρο­φές που έ­χουν τε­λε­στεί. Έργο μιας κυ­βέρ­νη­σης της Αρι­στε­ράς θα εί­ναι να ε­νώ­σει τη με­γά­λη πλειο­ψη­φία της κοι­νω­νίας γύ­ρω α­πό έ­να σχέ­διο που α­πο­σκο­πεί στο να α­να­συ­γκρο­τή­σου­με τη δια­λυ­μέ­νη κοι­νω­νία και την κα­τε­στραμ­μέ­νη οι­κο­νο­μία. Αλλά πριν α­πό αυ­τό, πρέ­πει να συμ­μα­ζέ­ψου­με τα ε­ρεί­πια να κα­τα­γρά­ψου­με ποια α­κρι­βώς εί­ναι η κα­τά­στα­ση, ώ­στε να μπο­ρέ­σου­με να σχε­διά­σου­με και να ιε­ραρ­χή­σου­με τα βή­μα­τά μας.
Επο­μέ­νως, η α­κύ­ρω­ση των μνη­μο­νίων εί­ναι η κί­νη­ση ε­κεί­νη που στα­μα­τά­ει το έ­γκλη­μα. Αλλά οι συ­νέ­πειες του ε­γκλή­μα­τος εί­ναι μπρο­στά μας και θα α­παι­τή­σουν αρ­κε­τό χρό­νο και προ­σπά­θεια για να α­ντι­με­τω­πι­σθούν. Θα α­παι­τη­θούν και θυ­σίες, αλ­λά άλ­λες οι ω­δί­νες μιας α­νόρ­θω­σης και άλ­λος ο πό­νος μιας κα­τάρ­ρευ­σης, άλ­λος ο πό­νος ε­νός το­κε­τού και άλ­λο το μαρ­τύ­ριο του αρ­γού θα­νά­του.

«Τα λε­φτά, που θα βρεί­τε τα λε­φτά». Όπου έ­χου­με πά­ει μας ρω­τούν αυ­τά τα πράγ­μα­τα.

Η κυ­βέρ­νη­ση χρη­σι­μο­ποιεί έ­να υ­παρ­κτό πρό­βλη­μα για να τρο­μο­κρα­τή­σει τον κό­σμο. Το πρώ­το που έ­χου­με να κά­νου­με εί­ναι να δού­με πώς θα στα­μα­τή­σου­με την κα­τα­στρο­φή, πώς θα ορ­γα­νώ­σου­με τη δί­καιη και α­να­πτυ­ξια­κή α­ξιο­ποίη­ση των ό­ποιων πό­ρων υ­πάρ­χουν στην Ελλά­δα και πώς θα τους αυ­ξή­σου­με πα­ράλ­λη­λα.
Αυ­τό που εί­ναι ση­μα­ντι­κό­τε­ρο δεν εί­ναι πό­σα χρή­μα­τα μπο­ρεί κα­νείς να μοι­ρά­σει αλ­λά πώς θα τα μοι­ρά­σει. Δί­καια ή ά­δι­κα; Οι ό­ποιοι πό­ροι υ­πάρ­χουν θα δο­θούν κα­τά προ­τε­ραιό­τη­τα ε­κεί που υ­πάρ­χει α­νά­γκη ή ε­κεί που θα σπα­τα­λη­θού­ν; Πρέ­πει να δού­με το κοι­νω­νι­κό πε­ριε­χό­με­νο της πο­λι­τι­κής. Βε­βαίως, ε­φό­σον μι­λά­με για α­νά­γκες των αν­θρώ­πων, ε­φό­σον μι­λά­με για α­νά­πτυ­ξη, οι πό­ροι εί­ναι α­να­γκαίοι αλ­λά δεν πρέ­πει να μεί­νου­με μό­νο στη χρη­μα­τι­κή διά­στα­ση των πό­ρων. Πρέ­πει να το δού­με ευ­ρύ­τε­ρα. Η γνώ­ση εί­ναι «α­να­πτυ­ξια­κός πό­ρος», εί­ναι πα­ρα­γω­γι­κή δύ­να­μη. Οι ί­διες οι ι­δέες, έ­λε­γε ο Λέ­νιν, αν γί­νουν κτή­μα των πολ­λών λει­τουρ­γούν ως υ­λι­κή δύ­να­μη. Το φρό­νη­μα ε­νός λα­ού εί­ναι πα­ρα­γω­γι­κή δύ­να­μη, λέει, και ορ­θά, το σχέ­διο της δια­κή­ρυ­ξής μας. Οι Ισλαν­δοί πέ­τυ­χαν πολ­λά, πέ­τυ­χαν και δια­γρα­φή με­γά­λου μέ­ρους του χρέ­ους τους α­κρι­βώς διό­τι λει­τούρ­γη­σε αυ­τή η δη­μο­κρα­τι­κή ει­ρη­νι­κή κι­νη­το­ποίη­ση σε μα­ζι­κή κλί­μα­κα. Ού­τε ο Λέ­νιν ή­ταν ι­δε­α­λι­στής ό­ταν μι­λού­σε για την υ­λι­κή δύ­να­μη των ι­δεών ού­τε ο Μαρξ ό­ταν μι­λού­σε για τη γνώ­ση ως ά­με­ση πα­ρα­γω­γι­κή δύ­να­μη…
Επο­μέ­νως, και ε­δώ στην Ελλά­δα, με τις δια­στά­σεις που παίρ­νει η κρί­ση, αν­θρω­πι­στι­κή και ό­χι μό­νο οι­κο­νο­μι­κή, πρέ­πει να ε­νερ­γο­ποιή­σου­με πιο θε­με­λιώ­δεις δυ­να­τό­τη­τες, και αυ­τές έ­χουν να κά­νουν με τον άν­θρω­πο, τις γνώ­σεις, τις ε­μπει­ρίες, τις δυ­να­τό­τη­τες συλ­λο­γι­κής και αλ­λη­λέγ­γυας δρά­σης του. Χρη­σι­μο­ποιώ ε­δώ το πα­ρά­δειγ­μα του Ε­ΑΜ που μπό­ρε­σε τό­τε, υ­πό βάρ­βα­ρες συν­θή­κες, να υ­πε­ρα­σπι­στεί την α­ξιο­πρέ­πεια του λα­ού.
Τού­των δο­θέ­ντων, αν μια κυ­βέρ­νη­ση της Αρι­στε­ράς βρε­θεί α­ντι­μέ­τω­πη με μια έ­κτα­κτη α­νά­γκη, έ­ναν εκ­βια­σμό ή μια κα­τα­στρο­φή ή έ­ναν πό­λε­μο στη γει­το­νιά μας, προ­φα­νώς θα ε­φαρ­μό­σει έ­να έ­κτα­κτο πρό­γραμ­μα, το ο­ποίο θα συ­ζη­τή­σει με το λαό και την κοι­νω­νία και, αν χρεια­σθεί, θα ζη­τή­σει και την έ­γκρι­σή του.

Γί­νε­ται προ­σπά­θεια, με ε­πι­κε­φα­λής ε­σέ­να, συ­γκρό­τη­σης ε­νός α­να­λυ­τι­κού προ­γραμ­μα­τι­κού πλαι­σίου. Πού βρι­σκό­μα­στε αυ­τή τη στιγ­μή;

Υπάρ­χει μια έ­ντο­νη και πο­λυε­πί­πε­δη δρά­ση. Πρώ­τον, προ­χω­ρά η ο­λο­κλή­ρω­ση της δια­κή­ρυ­ξης «τι εί­ναι και τι θέ­λει ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ», μέ­σα α­πό το διά­λο­γο που γί­νε­ται. Δεύ­τε­ρον, δη­μιουρ­γή­θη­καν «τμή­μα­τα» σε διά­φο­ρες θε­μα­τι­κές ε­νό­τη­τες τα ο­ποία, σε πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις, εί­ναι αρ­κε­τά μα­ζι­κά, συ­γκε­ντρώ­νουν ι­σχυ­ρό δυ­να­μι­κό α­πό τις ε­πι­στή­μες, τα κι­νή­μα­τα, τους χώ­ρους ερ­γα­σίας. Στα τμή­μα­τα αυ­τά αρ­χί­ζουν να συ­γκρο­τού­νται ο­μά­δες ερ­γα­σίας και με­λε­τώ­νται διά­φο­ρα θέ­μα­τα, γε­γο­νός που θα συμ­βά­λει στον ε­μπλου­τι­σμό και την ε­ξει­δί­κευ­ση του προ­γράμ­μα­τός μας. Τρί­τον, δη­μιουρ­γή­θη­καν οι ΕΕ­ΚΕ, οι Επι­τρο­πές Ελέγ­χου Κυ­βερ­νη­τι­κού Έργου, α­νά υ­πουρ­γείο. Αυ­τές οι ΕΕ­ΚΕ, με τη συμ­με­το­χή βου­λευ­τών, ε­πι­στη­μο­νι­κών συ­νερ­γα­τών και πο­λι­τι­κών στε­λε­χών, και σε συ­νερ­γα­σία με τα «τμή­μα­τα», ε­κτός α­πό τον έ­λεγ­χο του κυ­βερ­νη­τι­κού έρ­γου, ε­ξει­δι­κεύουν το πρό­γραμ­μά μας στους το­μείς ευ­θύ­νης τους. Το πιο ση­μα­ντι­κό εί­ναι ό­τι, μέ­σω αυ­τών των δια­δι­κα­σιών, αρ­κε­τά στε­λέ­χη του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ ε­ξοι­κειώ­νο­νται και, μ’ αυ­τή την έν­νοια, εκ­παι­δεύο­νται με την κα­λύ­τε­ρη γνώ­ση των προ­βλη­μά­των και την α­ντι­με­τώ­πι­σή τους.

Με τον τρό­πο αυ­τό ο­λο­κλη­ρώ­νε­ται η προ­γραμ­μα­τι­κή «υ­πο­δο­μή» του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ;

Όχι. Υπάρ­χει μια α­κό­μη δο­μή πα­νελ­λα­δι­κού χα­ρα­κτή­ρα που πρέ­πει να δη­μιουρ­γή­σου­με στην πο­ρεία προς το ι­δρυ­τι­κό συ­νέ­δριο και αυ­τή εί­ναι μια μό­νι­μη δο­μή προ­γραμ­μα­τι­κών και θεω­ρη­τι­κών ε­πε­ξερ­γα­σιών που θα εί­ναι σε ά­με­ση συ­νερ­γα­σία με τα όρ­γα­να του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, και η ο­ποία θα α­σχο­λεί­ται κυ­ρίως με τη στρα­τη­γι­κή με­λέ­τη των προ­βλη­μά­των και των λύ­σεων σε έ­ναν πιο μα­κρο­χρό­νιο ο­ρί­ζο­ντα.

Σε ι­κα­νο­ποιεί ο τρό­πος και ο ρυθ­μός με τον ο­ποίο προ­χω­ρά αυ­τός ο σχε­δια­σμός;

Πε­τύ­χα­με πά­ρα πολ­λά σε σύ­ντο­μο χρό­νο. Άλλος λί­γο, άλ­λος πο­λύ ω­ρι­μά­ζου­με βίαια. Προ­χω­ρού­με, ό­μως, με δια­φο­ρε­τι­κές τα­χύ­τη­τες. Δια­πι­στώ­νω ε­πί­σης με­ρι­κές φο­ρές μια λο­γι­κή α­νά­θε­σης ε­ντός του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Κα­νείς δεν δια­φω­νεί ό­τι χρειά­ζε­ται κυ­βερ­νη­τι­κό πρό­γραμ­μα, αλ­λά κά­ποιοι λέ­νε «ε­ντά­ξει, αν χρειά­ζε­ται, κά­ποιοι θα το κά­νουν». Αυ­τό δεν εί­ναι σω­στό ό­μως. Θα μπο­ρού­σε να ερ­μη­νευ­θεί και ως υ­πεκ­φυ­γή α­πό τα δύ­σκο­λα. Το πρό­γραμ­μα, η δια­μόρ­φω­ση, η υ­λο­ποίη­ση, η υ­πε­ρά­σπι­σή του πρέ­πει να γί­νει υ­πό­θε­ση ό­λου του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, ό­λων των με­λών του. Και βέ­βαια πρέ­πει να ε­ξα­σφα­λί­σου­με ό­τι τα στε­λέ­χη, ι­δίως αυ­τά που βγαί­νουν στις τη­λε­ο­ρά­σεις, ό­χι μό­νο γνω­ρί­ζουν, αλ­λά γνω­ρί­ζουν σε βά­θος και το πρό­γραμ­μα και τη λο­γι­κή του. Και τού­το για­τί το «πρό­γραμ­μα» τε­λι­κά εί­ναι μια σχέ­ση του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ με την κοι­νω­νία. Αυ­τή η σχέ­ση δεν μπο­ρεί να υ­πη­ρε­τη­θεί μό­νο με τα κεί­με­νά μας. Κυ­ρίως υ­πη­ρε­τεί­ται με τη δρά­ση μας και τη στά­ση ό­λων μας. Με τη δη­μό­σια ει­κό­να που συ­γκρο­τού­με ό­λοι μα­ζί.

Από τη δη­μο­κρα­τία των τά­σεων, στη δη­μο­κρα­τία των με­λών

Από τη Συν­διά­σκε­ψη του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ τι πε­ρι­μέ­νεις;

Πολ­λά! Το κύ­ριο ό­μως εί­ναι να δη­μιουρ­γη­θεί έ­να κλί­μα ε­νω­τι­κό και προω­θη­τι­κό που να ευ­νο­εί τη συ­νέ­χι­ση της σο­βα­ρής δου­λειάς που χρεια­ζό­μα­στε για τη συ­γκρό­τη­ση ε­νός α­ρι­στε­ρού κόμ­μα­τος πο­λι­τι­κά και προ­γραμ­μα­τι­κά ι­σχυ­ρού, δη­μο­κρα­τι­κού, πλου­ρα­λι­στι­κού αλ­λά και ε­νιαίου. Ο πή­χης των α­παι­τή­σεων εί­ναι υ­ψη­λά διό­τι τα προ­βλή­μα­τα εί­ναι πε­ρί­πλο­κα και έ­χουν α­πο­κτή­σει δια­στά­σεις πρω­τό­γνω­ρες. Και δεν έ­χου­με πρό­σφο­ρα πρό­τυ­πα να α­ντι­γρά­ψου­με. Ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ πρέ­πει να λει­τουρ­γή­σει ως δύ­να­μη κρού­σης για ο­λό­κλη­ρη την κοι­νω­νία, που θα σπά­σει τα τα­μπού, θα εν­θαρ­ρύ­νει το διά­λο­γο, την ευ­ρη­μα­τι­κό­τη­τα, το ά­νοιγ­μα νέων δρό­μων, δύ­να­μη α­να­τρο­πής και α­συ­νέ­χειας και ό­χι μιας «συ­νέ­χειας» α­πλά δια­φο­ρε­τι­κής.

Υπάρ­χουν λό­γοι που σε κά­νουν να πι­στεύεις ό­τι δεν θα συμ­βεί αυ­τό;

Όχι. Τα βή­μα­τα που έ­γι­ναν ως τώ­ρα με κά­νουν αι­σιό­δο­ξο. Όμως υ­πάρ­χουν πράγ­μα­τα που με προ­βλη­μα­τί­ζουν. Για πα­ρά­δειγ­μα, δια­βά­ζω α­πό­ψεις που ε­ξι­δα­νι­κεύουν το «δη­μο­κρα­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα του ΣΥΝ» και το ρό­λο των τά­σεων. Αυ­τό, στην κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση, εί­ναι αυ­θαί­ρε­τος υ­πο­κει­με­νι­σμός. Ο ΣΥΝ δεν ή­ταν ο «ναός της δη­μο­κρα­τίας», ό­πως α­κούω. Εί­χα­με εν πολ­λοίς μια τυ­πι­κή δη­μο­κρα­τία, μια δη­μο­κρα­τία των τά­σεων και, σε ο­ρι­σμέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις, των μη­χα­νι­σμών. Και η δη­μο­κρα­τία των τά­σεων α­ντι­στρα­τεύε­ται τη δη­μο­κρα­τία των με­λών. Αν θέ­λου­με να κά­νου­με έ­ναν ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ των με­λών, ό­πως α­κούω να λέ­γε­ται, τό­τε πρέ­πει να θε­σμο­θε­τή­σου­με συ­γκε­κρι­μέ­να μέ­τρα. Δεν θέ­τω θέ­μα να κα­ταρ­γή­σου­με τις τά­σεις, τα ι­δε­ο­λο­γι­κά ρεύ­μα­τα κ.λπ. Όμως πρέ­πει να α­πο­σα­φη­νι­στούν τα ό­ρια της δρά­σης και της λει­τουρ­γίας τους, ού­τως ώ­στε να υ­πάρ­χει χώ­ρος για έ­να μέ­λος που δεν θέ­λει να α­νή­κει σε κα­μιά συ­νι­στώ­σα, που θέ­λει να εί­ναι α­πλά μέ­λος του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, να μπο­ρεί να α­σκεί ι­σό­τι­μα τα δι­καιώ­μα­τά του. Αν ε­πι­τρα­πεί στις τά­σεις να λει­τουρ­γούν ως κόμ­μα­τα ε­ντός του κόμ­μα­τος, τό­τε ξε­χά­στε τα πε­ρί «Δη­μο­κρα­τι­κού Κόμ­μα­τος» ή «Κόμ­μα­τος των Με­λών». Εκεί­νο που θα προ­κύ­ψει στην πε­ρί­πτω­ση αυ­τή θα εί­ναι έ­να αρ­χη­γι­κό κόμ­μα, στο ο­ποίο έ­νας, τυ­πι­κά μό­νο, ι­σχυ­ρός αρ­χη­γός θα δια­πραγ­μα­τεύε­ται διαρ­κώς τη θέ­ση του με τις τά­σεις και τους μη­χα­νι­σμούς. Για να α­πο­τρέ­ψου­με έ­ναν τέ­τοιο εκ­φυ­λι­σμό, που εί­μαι βέ­βαιος πως κα­νέ­νας δεν ε­πι­θυ­μεί, πρέ­πει να οι­κο­δο­μή­σου­με έ­να κόμ­μα α­ξιών και αρ­χών που θα λει­τουρ­γεί με ι­σο­νο­μία ως η θε­σμι­κή έκ­φρα­ση της δη­μο­κρα­τίας των με­λών. Ένα κόμ­μα «ορ­χή­στρα», ό­πως έ­λε­γε ο Λέ­νιν, με πολ­λα­πλό­τη­τα «ορ­γά­νων» και ρό­λων, με κοι­νή ό­μως «παρ­τι­τού­ρα», που θα λει­τουρ­γεί υ­πό τον διαρ­κή έ­λεγ­χο του «κοι­νού», μια «ορ­χή­στρα τζαζ», ό­πως συ­μπλη­ρώ­νει ο Τέ­ρι Ίγκλε­τον, ι­κα­νή να αυ­το­σχε­διά­ζει στη βά­ση, ό­μως, ε­νός κοι­νά συμ­φω­νη­μέ­νου ρυθ­μού.
Ένα τρί­το πρό­βλη­μα, που το έ­ζη­σα και ως μέ­χρι τώ­ρα υ­πεύ­θυ­νος της ε­πι­τρο­πής προ­γράμ­μα­τος, εί­ναι ό­τι πρέ­πει να α­να­πτυχ­θεί ε­σω­τε­ρι­κά στον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ ο διά­λο­γος, ο ου­σια­στι­κός διά­λο­γος. Αυ­τό που πα­ρα­τη­ρώ εί­ναι ό­τι ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ λει­τουρ­γού­σε μέ­χρι τώ­ρα ως έ­νας χώ­ρος κα­τά­θε­σης α­πό­ψεων. Δη­λα­δή κα­τα­τί­θε­ται η ά­πο­ψη α, κα­τα­τί­θε­ται η ά­πο­ψη β, η ο­ποία συ­νυ­πάρ­χει με την α, αλ­λά δεν υ­πάρ­χει ε­σω­τε­ρι­κός διά­λο­γος. Οι α­πό­ψεις λει­τουρ­γούν ως σύμ­βο­λα δια­φο­ρο­ποίη­σης, ως στοι­χεία δια­φο­ρε­τι­κών ταυ­το­τή­των πα­ρά ως συ­νει­σφο­ρές στον κοι­νό προ­βλη­μα­τι­σμό. Ή, α­κό­μη χει­ρό­τε­ρα, ο ό­ποιος διά­λο­γος γί­νε­ται με την α­πο­σιώ­πη­ση των δια­φο­ρε­τι­κών α­πό­ψεων ή με χα­ρα­κτη­ρι­σμούς. Ορι­σμέ­νοι μά­λι­στα ει­δι­κεύο­νται σ’ αυ­τούς τους τε­λευ­ταίους. Με αυ­θαι­ρε­σία που θα ζή­λευε ο Στά­λιν, βαθ­μο­λο­γούν διαρ­κώς την α­ρι­στε­ρο­σύ­νη των άλ­λων, νο­μί­ζο­ντας πως έ­τσι ε­ξα­σφα­λί­ζουν οι ί­διοι το ει­σι­τή­ριο για την εί­σο­δό τους στον «πα­ρά­δει­σο» της με­τά θά­να­τον δι­καιω­μέ­νης Αρι­στε­ράς.

Ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ ό­μως πρέ­πει να κά­νει ε­πι­λο­γές και με­ρι­κές φο­ρές δύ­σκο­λες ε­πι­λο­γές.

Ακρι­βώς. Ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, στη νέα φά­ση που βρι­σκό­μα­στε, πρέ­πει να κά­νει συν­θέ­σεις αλ­λά και ε­πι­λο­γές. Γι’ αυ­τό μας χρειά­ζε­ται και η δη­μο­κρα­τία και η συμ­με­το­χή των με­λών. Προ­φα­νώς σε έ­να κόμ­μα με­λών θα υ­πάρ­χουν και ρεύ­μα­τα α­πό­ψεων. Εγώ δεν λέω να α­πο­κλεί­σου­με κα­μία ά­πο­ψη αλ­λά να συμ­φω­νή­σου­με ό­τι υ­πάρ­χει θέ­μα. Και α­φού συμ­φω­νή­σου­με ό­τι υ­πάρ­χει θέ­μα προς διευ­θέ­τη­ση να προ­σπα­θή­σου­με να βρού­με την κα­λύ­τε­ρη λύ­ση. Το ζη­τού­με­νο δεν εί­ναι η κα­τα­θλι­πτι­κή ο­μοιο­μορ­φία ή μια ε­πί­πλα­στη ο­μο­φω­νία, αλ­λά η κουλ­τού­ρα του δια­λό­γου, ο σε­βα­σμός της δια­φο­ρε­τι­κής ά­πο­ψης, η ι­κα­νό­τη­τα της σύν­θε­σης και η τόλ­μη της α­πό­φα­σης και της ε­πι­λο­γής. Πρέ­πει, λοι­πόν, να εν­θαρ­ρύ­νου­με το διά­λο­γο ε­ντός του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και να έ­χου­με δια­δι­κα­σίες, θε­σμούς και κλί­μα που να διευ­κο­λύ­νει τη σύν­θε­ση και τις ε­πι­λο­γές. Πρέ­πει τέ­λος να λει­τουρ­γή­σου­με ως δύ­να­μη πρω­το­πό­ρα. Πρω­το­πό­ρα δύ­να­μη για μέ­να δεν εί­ναι η δύ­να­μη που λέει «ε­γώ τα ξέ­ρω ό­λα». Πρω­το­πό­ρα εί­ναι η δύ­να­μη που α­να­γνω­ρί­ζει λά­θη και α­νε­πάρ­κειες, α­να­γνω­ρί­ζει την α­νά­γκη να μά­θου­με πράγ­μα­τα που δεν τα ξέ­ρου­με, και ά­ρα α­νοί­γει νέ­ους δρό­μους, εί­ναι η δύ­να­μη που εν­θαρ­ρύ­νει, α­να­ζη­τά και κα­τα­κτά το και­νού­ριο, και διευ­ρύ­νει τους ο­ρί­ζο­ντες και τις ε­πι­λο­γές της Αρι­στε­ράς και της κοι­νω­νίας. Αυ­τός, κα­τά τη γνώ­μη μου, εί­ναι ο ρό­λος και ο δρό­μος του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, διό­τι αυ­τή εί­ναι η α­νά­γκη της κοι­νω­νίας και της ί­διας της Αρι­στε­ράς της ε­πο­χής μας.

Share This