fbpx

feminismτης Ρένας Δούρου, συμβολή στον προσυνεδριακό διάλογο, 2003
Σε όλο τον κόσμο οι γυναίκες υφίστανται διακρίσεις εξ αιτίας του φύλου τους, αντίθετα με τις βασικές αρχές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο ρόλος των γυναικών σε όλη την διάρκεια της ιστορίας καταδεικνύει ότι οι συλλογικές εμπειρίες τους πρέπει να μελετηθούν και να αξιολογηθούν σε βάθος.
Η νεολαία του Συνασπισμού οφείλει πέρα από νεολαία της σύγχρονης, ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, να είναι και φεμινιστική. Αυτό σημαίνει ότι οφείλουμε να έχουμε ως βάση τουλάχιστον δυο πολιτικές διαστάσεις, αυτές του φύλου και της τάξης. Είμαστε, δηλαδή, αντίθετοι στον καπιταλισμό, στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα που δημιουργεί την ταξική καταπίεση, την παγκόσμια αδικία και οδηγεί στον πόλεμο, οφείλουμε όμως να είμαστε αντίθετοι και στην πατριαρχία, τη φυλετική δομή της εξουσίας που καταπιέζει τις γυναίκες και τις στερεί τα ανθρώπινα δικαιώματά τους. Η νεολαία του Συνασπισμού αγωνίζεται για μια κοινωνία όπου κάθε άτομο θα αποφασίζει για τον τρόπο της ζωής του. Στόχος και σκοπός μας είναι η απελευθέρωση των ανθρώπων από κάθε μορφή καταπίεσης. Τούτο σημαίνει ότι για να πετύχουμε τους παραπάνω στόχους δεν αρκεί η κατάργηση του καπιταλισμού και της ταξικής κοινωνίας, αλλά και η κατάργηση της πατριαρχίας.
Πατριαρχία, καπιταλισμός, γυναίκα και εργασία.
Αποδοχή της ιδεολογίας του φεμινισμού προϋποθέτει την αποδοχή της ύπαρξης της πατριαρχίας. Η πατριαρχία δεν είναι προϊόν του καπιταλισμού, αλλά μια δύναμη που δρα ανεξάρτητα και ενδημεί σε όλα τα είδη των κοινωνιών. Αποτελείται από ένα ιεραρχικό σύστημα συγκροτημένο πάνω σε δομές που βασίζονται στην υπεροχή των ανδρών και την υποτέλεια των γυναικών. Η φριχτή επέμβαση, όπως συνηθίζεται να λέμε τους πολέμους την τελευταία δεκαετία, στο Αφγανιστάν έκανε γνωστό σε περισσότερο κόσμο, αυτό που οι αριστεροί και αριστερές διατρανώνουν εδώ και καιρό σε όλους τους τόνους, πως δηλαδή δε χρειάζεται αστικές, καπιταλιστικές δομές για να υπάρχει καταπίεση του γυναικείου πληθυσμού.
Ο συνδυασμός του καπιταλισμού και της πατριαρχίας αποτελεί μια δύναμη, η διάσταση της οποίας πρέπει να εκτιμηθεί. Ακόμα και μέσα στην ίδια τους την κοινωνική τάξη οι γυναίκες είναι υποτελείς των ανδρών. Η πατριαρχία εμποδίζει τις γυναίκες και τους άνδρες της εργατικής τάξης να ενωθούν και μαζικά να αντιπαρατεθούν στον καπιταλισμό, κι αυτό συμβαίνει γιατί οι ανθρώπινες ανάγκες και τα συμφέροντα προσδιορίζονται, με όρους ανδρικούς, με αναφορές στα συμφέροντα των ανδρών. Όταν οι γυναίκες προβάλουν τα αιτήματά τους και προσδιορίζουν τα δικά τους συμφέροντα, αυτά ερμηνεύονται ως ιδιαίτερα, εξειδικευμένα αιτήματα και παρουσιάζονται να απειλούν τις θέσεις εξουσίας, αλλά και εργασίας των ανδρών. Στον καπιταλισμό η καταπίεση των γυναικών αποτελεί επομένως συστατικό στοιχείο του συστήματος και το συντηρεί επιφυλάσσοντας στις γυναίκες μια θλιβερή πρωτιά : να κατέχουν οι γυναίκες το υψηλότερο ποσοστό στις στρατιές των άνεργων, που αυξάνονται σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο.
Συνεπώς, αυτό που πυροδότησε και βοήθησε το γυναικείο κίνημα στις διεκδικήσεις του, το δικαίωμα στην εργασία, το βλέπουμε σήμερα να υπαναχωρεί, χωρίς, βέβαια, ποτέ η γυναίκα να έχει κερδίσει στην αγορά εργασίας τα ίδια δικαιώματα με τον άντρα. Οι γυναίκες είχαν και έχουν πάντοτε να αντιμετωπίσουν τον αποκλεισμό από διευθυντικές θέσεις, τη μισθολογική ανισότητα, τη μη αναγνώριση των προσόντων. Και ενώ, σε άλλες εποχές οι σκόνες γάλακτος είχαν την τιμητική τους, προκείμενου οι γυναίκες να εισέλθουν στην αγορά εργασίας αποενοχοποιημένες για το ότι αφήνουν αθήλαστο το σπλάχνο τους, σήμερα βομβαρδίζονται από διαφημίσεις, στον κόσμο των οποίων το μητρικό ένστικτο είναι αδιαμφισβήτητο και πραγματικά ευτυχείς είναι μονάχα οι γυναίκες που ασχολούνται αμέριμνες με την ανατροφή των παιδιών της στο σπίτι. Η γυναίκα πιέζεται, κινδυνεύει, της δείχνουν εν ολίγοις με το δάχτυλο να επιστρέψει σπίτι με μορφές ημιαπασχόλησης. Την ηλεκτρονική ημιαπασχόληση, το ηλεκτρονικό φασόν με επεξεργασίες κειμένων, μεταφράσεις, δακτυλογραφήσεις, ερευνητικές δραστηριότητες, καταχώρηση στοιχείων κ.α. Και αν με τα τελευταία η περιγραφή αφορά στη δεινή θέση της γυναίκας με κάποια τυπικά προσόντα, η κατάσταση είναι δυσχερής για τις γυναίκες χωρίς μόρφωση, ενώ τρισάθλια είναι η μοίρα των μεταναστριών στις φιλόξενες, δυτικές μας κοινωνίες, αφού εκτίθενται σε τριπλή διάκριση, εκείνης του φύλου, της τάξης και της εθνοτικής προέλευσης.
Ισότητα, συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική.
Η ισότητα που φαίνεται να αντλεί την ύπαρξη της ως δικαίωμα και ως αρχή από τη φύση, επειδή ακυρώνει και καταργεί μια άδικη, καθεστηκυία τάξη, στην πραγματικότητα έρχεται να επιβάλει μια άλλη τάξη, η οποία, όμως, δεν είναι φυσική και ας είναι πιο δίκαιη. Ο λόγος για το άρθρο 6 της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Επομένως η ιδέα και το δικαίωμα της ισότητας αφορά πρωτίστως στην πολιτική πράξη. Για αυτό άλλωστε στη Λογική, στη φιλοσοφία είναι κάτι που αποδεικνύεται δύσκολα μια και δεν αφορά το πεδίο της αληθείας και της γνώσης, αλλά αναφέρεται στην αναγνώριση μιας αξίας. Εξ ου και η δυσκολία να πείσουμε πολιτικούς αντιπάλους και να αρθρώσουμε συγκροτημένο πολιτικό επιχείρημα, όχι μόνο για την ισότητα των δυο φύλων, αλλά και των φυλών. Αυτή, λοιπόν, η ιδέα που δεν αφορά στη γνώση ενός γεγονότος είναι πολλές φορές αφηρημένη και τείνει να αποδειχθεί για ορισμένες περιπτώσεις έως και περιοριστική. Μια ιδέα τόσο αφηρημένη, εφαρμοζόμενη τυφλά, ενέχει τον κίνδυνο της δημιουργίας ανισοτήτων εκ νέου. Και αφού η καταγωγή της είναι πολιτική και όχι φυσική, το αφηρημένο και χωρίς ευκρινή, καθορίσιμα όρια του χαρακτήρα της απαιτεί επανόρθωση.
Και, όμως, φεμινίστριες, αριστερές γυναίκες που αποδέχονται σε μια αυστηρή δικαιϊκη ισότητα επανορθωτικές αλλαγές, προνομιακά δικαιώματα και εξαιρέσεις για κατηγορίες, όπως οι συνταξιούχοι, οι άνεργοι, τα παιδιά, διαρρηγνύουν τα ιμάτια τους, όταν ο λόγος αφορά στην ποσόστωση και την ισάριθμη αντιπροσώπευση. Ως εάν ο αποκλεισμός των γυναικών για αιώνες δεν ήταν το αντίθετο της «θετικής διάκρισης», από το οποίο ωφελούνταν παραδοσιακά οι άντρες. Διάκριση τόσο παλιά, που την ενστερνιστήκαμε ως αντικειμενική, κανονική πραγματικότητα. Τη «φυσικοποιήσαμε», όπως θα μας έλεγε ο Ρολάν Μπάρτ, και ενοχοποιούμαστε για τις θετικές διακρίσεις υπέρ των γυναικών, όπως η ποσόστωση.
Ο Pierre Bourdieu υποστήριξε ότι η «συμμετοχή μεγαλύτερου αριθμού γυναικών στην πολιτική μπορεί να έχει σημαντικό αντίκτυπο στην πολιτική ζωή, καθώς εισάγει ευαισθησίες τις οποίες ο παραδοσιακός ορισμός της πολιτικής έχει την τάση να αποκλείει». Η επικριτική απάντηση στην παραπάνω άποψη έρχεται χωρίς δυσκολία με την υπενθύμιση του παραδείγματος της Μ. Θάτσερ, και διερωτάται κανείς σε τι διαφέρει η πρακτική της συγκεκριμένης γυναίκας από αυτήν των αντρών πολιτικών. Η αλήθεια είναι ότι σε διεθνές επίπεδο οι γυναίκες που θέλουν να ασχοληθούν με την πολιτική γίνονται όλο και περισσότερες, αν και το ζήτημα παραμένει περίπλοκο, αφού οι πόρτες της πολιτικής μόλις που τους ανοίγονται. Ωστόσο, μπορούμε να υποθέσουμε ότι όταν σε δεδομένο χρόνο και χώρο υπάρχει μια κρίσιμη μάζα γυναικών, τότε σίγουρα αλλάζει και θα αλλάξει ο τρόπος λειτουργίας και οι κανόνες του πολιτικού τοπίου.
Έχουν ειπωθεί κι άλλα πολλά για τη συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική, όπως ότι «… οι γυναίκες κάνουν πολιτική με διαφορετικό τρόπο» κ.α. Για να γίνει, όμως, ένα κόσμος πιο «γυναικείος» – και εδώ ο όρος χρησιμοποιείται για την οικονομία της συζήτησης, παρόλο που το σημαινόμενό του ολισθαίνει στην απόδοση ουσιοκρατικών, μεταφυσικών, a priori ιδιοτήτων στη γυναίκα- πρέπει να γίνει και λιγότερο καπιταλιστικός, όπως ήδη έχει αναφερθεί: ισότητα στην εργασία, πρόσβαση στις υπεύθυνες θέσεις, άρση της μισθολογικής ανισότητας, αυστηρά ισότιμη κατανομή των καθηκόντων του σπιτιού και της ανατροφής των παιδιών, που με τη σειρά τους απαιτούν γενικευμένη μείωση του χρόνου εργασίας για όλους τους εργαζόμενους, ελεύθερο χρόνο, δηλαδή, και για τους άντρες.
Επομένως, η ισότητα μπορεί και πρέπει να έρθει από την Αριστερά. Όμως, οι άντρες και οι γυναίκες της αριστεράς ήταν αυτές που, πιστές στις μαρξιστικές αναλύσεις θεωρούσαν ότι οι επαναστατικοί αγώνες, η επανάσταση θα έβαζαν τέλος σε κάθε μορφή αλλοτρίωσης και άρα και της ανισότητας των δυο φύλων. Από την άλλη πλήθος φεμινιστριών, εξαιτίας ιστορικής και ηθικής συγκυρίας, είχαν ιεραρχήσει άλλες προτεραιότητες, όπως η νομιμοποίηση της έκτρωσης. Και το πολιτικό τοπίο είτε αριστερά, είτε δεξιά δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί με την συμμετοχή των γυναικών στην εξουσία. Οι αγώνες για την ισότητα των δυο φύλων- δυστυχώς μιλάμε πάντα για το δυτικό κόσμο- έγινε ζήτημα ήσσονος σημασίας, είτε γιατί περιμέναμε την επανάσταση και τη δικτατορία του προλεταριάτου, είτε γιατί το μερικό κυριάρχησε του καθολικού.
Και ένας από τους καίριας σημασίας πολιτικούς στόχους για την αριστερά, αυτός της ισότητας των φύλων παραμένει όσο πάντοτε επίκαιρος. Στο επικείμενο συνέδριο των νέων του ΣΥΝ, η πραγμάτωση της ισότητας των φύλων οφείλει να μας απασχολήσει με τρόπο πολύ πιο διεξοδικό και ενδελεχή από όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω, όχι μόνο σε επίπεδο θέσεων, αλλά πρωτίστως στην καθημερινή μας δράση και άσκηση πολιτικής. Γιατί μόνον ο σοσιαλισμός που οδηγεί στην απελευθέρωση των γυναικών και των ανδρών από κάθε μορφή καταπίεσης, μπορεί να είναι αληθινός σοσιαλισμός.

Share This